- Ὀρώδῃ
- Ὀρώδηςmasc dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ὀρώδη — Ὀρώδης masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρώδη — ὀρώδης mountainous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὀρώδης mountainous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὀρώδης mountainous masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκδόριο — το (Α ἐκδόριος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκδόρια μικρό έμπλαστρο που κολλά στο δέρμα και προκαλεί ορώδη έκκριση με αφαίρεση τμήματος τής επιδερμίδας, βιζικάντι αρχ. αυτός που προκαλεί εκδορά … Dictionary of Greek